αγιαστούρα

αγιαστούρα
αγιαστούρα κ. αγιαστήρα η
1) кропило;
2) кандия – церковная утварь, в которой содержится святая вода, см. λεκάνη του αγιασμού
Этим.
дргр. αγιαστήριον < αγιάζω «освящать»

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αγιαστούρα" в других словарях:

  • αγιαστούρα — Δεσμίδα από βασιλικό με την οποία ραντίζει ο ιερέας τους πιστούς κατά τον αγιασμό. Σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, αντί για α. χρησιμοποιούν ασημένιο ράντιστρο με τρύπες, πιθανόν κατάλοιπο της φραγκοκρατίας. Α. λέγεται επίσης και το μεταλλικό… …   Dictionary of Greek

  • αγιαστούρα — η δεματάκι από βασιλικό με το οποίο ο ιερέας, βουτώντας το σε αγιασμένο νερό, ραντίζει τους πιστούς και το γύρω χώρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ούρα — κατάλ. θηλυκών ουσ. τής Νέας Ελληνικής που προήλθε από τη λατ. κατάλ. ura (πρβλ. λατ. clausura, figura), ενώ, κατ άλλη απόψη πρόκειται για μεγεθυντική κατάλ. τών ουσ. σε ούρι(ον), πρβλ. και ουρία.Παραδείγματα ουσ. σε ούρα: αγιαστούρα,… …   Dictionary of Greek

  • άγιος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 917 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιστιαίας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιδηψού. * * * ια και ία, ιο (AM ἅγιος, ία, ιον) 1. (για πρόσωπα) ενάρετος, ευσεβής 2. ονομασία τού Θεού, τού Πνεύματος, τών… …   Dictionary of Greek

  • αγιασμός — Σύμφωνα με τη λειτουργική της Ορθόδοξης Εκκλησίας α. λέγεται η ευλογία των νερών με ευχές και σταυρικές επισφραγίσεις και ο εξαγνισμός, στη συνέχεια, του πιστού με ραντισμό. 1. Μέγας α. Τελείται την παραμονή και ανήμερα των Θεοφανείων για να… …   Dictionary of Greek

  • αγιαστήρα — η [αγιαστήριον] βλ. αγιαστούρα …   Dictionary of Greek

  • περιρραντήριο — το / περιρραντήριον, ΝΜΑ 1. χρυσό ή αργυρό σκεύος με αγιασμένο νερό, με το οποίο οι πιστοί ραίνονταν προτού εισέλθουν στον ναό 2. λίθινες λεκάνες στηριζόμενες σε βάσεις διαφόρων μορφών, όπως λ.χ. αγάλματα γυναικών ή λιονταριών, οι οποίες ήταν… …   Dictionary of Greek

  • ραντιστήρι — το / ῥαντιστήριον, ΝΜΑ 1. δοχείο με διάτρητο πώμα που χρησιμοποιείται για ραντισμό φυτών, λουλουδιών κ.λπ. 2. εκκλ. α) δοχείο το οποίο χρησιμοποιείται για τον ραντισμό τών πιστών με μύρο ή με αγιασμό β) δέσμη βασιλικού ή δεντρολίβανου, με την… …   Dictionary of Greek

  • αγιασματάριο — Το δοχείο που περιέχει αγιασμένο νερό. Επίσης η κόγχη στην είσοδο των καθολικών ναών, όπου βρίσκεται o αγιασμός και η αγιαστούρα. Α. λέγεται επίσης και μικρή πηγή νερού που θεωρείται ιερό και το παρεκκλήσι που μπορεί να υπάρχει εκεί …   Dictionary of Greek

  • τουρλόπαπας — ο 1. κοιλαράς παπάς: Φεύγετε να φεύγουμε γιατ έρχεται ο τουρλόπαπας με την αγιαστούρα του (δημ. τραγ.). 2. το πουλί τσαλαπετεινός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»